
συναντιόμαστε στο Safe Greece. Ανταλλάσουμε απόψεις, γνώση, εμπειρίες, ιδέες.
Κάθε χρόνο σε μία διαφορετική πόλη της Ελλάδας.
Τα τεστ για τον κορωναϊό αποτέλεσαν αντικείμενο τεράστιου ενδιαφέροντος, απογοήτευσης και σύγχυσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο δέχθηκε παγκόσμια κριτική για την έλλειψη μαζικών δοκιμών, παρά το γεγονός ότι ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ ενθάρρυνε τις χώρες να κάνουν "τεστ, τεστ, τεστ". Ο υπουργός Υγείας Matt Hancock ανακοίνωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο στοχεύει τώρα να κάνει το τεστ για το COVID-19 σε 100.000 άτομα την ημέρα έως τα τέλη Απριλίου.
Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι τεστ για COVID-19:
α. τα τεστ επιχρίσματος (swab tests), κατά τα οποία συνήθως λαμβάνεται δείγμα από το λαιμό ή τη μύτη για την ανίχνευση ιικού RNA. Αυτά καθορίζουν αν έχετε αυτήν τη στιγμή COVID-19 και
β. οι εξετάσεις αίματος, οι οποίες ανιχνεύουν αντισώματα και μπορούν να προσδιορίσουν εάν είχατε COVID-19 και, ως εκ τούτου, είστε άνοσοι.
Κανένα τεστ δεν είναι 100% ακριβές. Αν και τα τεστ μπορούν να αποδώσουν καλά σε ιδανικές εργαστηριακές συνθήκες, στην πραγματική ζωή πολλοί άλλοι παράγοντες επηρεάζουν την ακρίβεια, συμπεριλαμβανομένου της χρονικής στιγμής του τεστ, του τρόπου λήψης του επιχρίσματος και του χειρισμού του δείγματος.
Στο ξεκίνημα εξάπλωσης του κορωναϊού, οι γιατροί άρχισαν να αναφέρουν περιπτώσεις ατόμων που είχαν κορωναϊό, και στα οποία απέτυχαν τα swab tests, γνωστά ως "ψευδώς αρνητικά" (“false negatives”). Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πόσο συχνά εμφανίζονται τα ψευδώς αρνητικά, αλλά στοιχεία από την Κίνα δείχνουν ότι σε έως 30 στα 100 άτομα με κορωναϊό ενδέχεται να είναι αρνητικά.
Η σημασία ενός αποτελέσματος τεστ για ένα άτομο εξαρτάται όχι μόνο από την ακρίβεια του τεστ, αλλά και από τον εκτιμώμενο κίνδυνο ασθένειας πριν από τη δοκιμή. Αυτό περιγράφηκε μαθηματικά από τον Thomas Bayes και αργότερα εξηγήθηκε από τον Siddhartha Mukherjee, ως ο νόμος του ότι "μια έντονη διαίσθηση είναι πολύ πιο ισχυρή από μια αδύναμη εξέταση".
Ας το εξηγήσουμε με ένα παράδειγμα. Η Jane εργάζεται για το NHS στην υποδοχή χειρουργικών επεμβάσεων στο Λονδίνο, σε μια περιοχή με υψηλά ποσοστά λοίμωξης από κορωναϊό. Αφού παρατήρησε μια απώλεια μυρωδιάς για λίγες μέρες, ξυπνά μια νύχτα νιώθοντας ρίγη και έχοντας ξηρό βήχα. Ελέγχει τη θερμοκρασία της για να δει ότι είναι 38,5° C. Το αποτέλεσμα του swab test ωστόσο, προκύπτει αρνητικό για COVID-19. Θαυμάσια νέα. Ή μήπως όχι;
Οι γιατροί χρησιμοποιούν την εμπειρία τους για να αναγνωρίσουν μοτίβα σε συμπτώματα, παράγοντες κινδύνου και ενδείξεις, για την εκτίμηση πιθανότητας λοίμωξης πριν από το τεστ, γνωστή ως "προδιαγνωστική πιθανότητα" (pre-test probability). Με βάση τα συμπτώματά της, η πιθανότητα η Jane να έχει COVID-19 είναι υψηλή - ίσως και 80%.
Ας υποθέσουμε ότι 100 άτομα που εμφανίζουν συμπτώματα παρόμοια με τη Jane κάνουν το τεστ επιχρίσματος και ότι 80 από αυτούς έχουν στην πραγματικότητα COVID-19. Ένα θετικό αποτέλεσμα σημαίνει ότι μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι κάποιος έχει COVID-19. Αν όμως το τεστ αποτύχει στο 30% αυτών των 80 ατόμων με COVID-19, αυτό σημαίνει ότι περίπου 24 στα 100 άτομα θα έχουν "ψευδώς αρνητικό" αποτέλεσμα. Αυτό με τη σειρά του δίνει τη δυνατότητα σε αυτούς τους ανυρώπους να επιστρέψουν στη δουλειά τους και να εξαπλώσουν εν αγνοία τους τον κορωναϊό σε άλλους.
Αποτελέσματα με βάση την παραδοχή ότι τα τεστ επιχρίσματος προσδιορίζουν σωστά το 70% αυτών με COVID-19
και το 95% αυτών χωρίς COVID-19. Jessica Watson / Penny Whiting
Αυτοί οι συσχετισμοί αλλάζουν ανάλογα με το ποιος έχει κάνει τα τεστ. Εάν εξεταστούν άτομα με λιγότερα συμπτώματα, η πιθανότητα κορωναϊού ή η "προδιαγνωστική πιθανότητα" είναι χαμηλότερη. Εάν μόνο δέκα στα 100 άτομα που εξετάστηκαν, έχουν πραγματικά COVID-19 και το τεστ αποτύχει κατά 30%, αυτό σημαίνει ότι μόνο τρία στα 100 άτομα που εξετάστηκαν θα έχουν "ψευδώς αρνητικό", σε σύγκριση με 86 "αληθινά αρνητικά". Επομένως, εάν έχετε λιγότερα συμπτώματα και αρνητικό τεστ, μπορείτε να είστε σίγουροι ότι δεν έχετε πραγματικά COVID-19. Αλλά εάν έχετε τυπικά συμπτώματα κορωναϊού, τότε είναι ασφαλέστερο να υποθέσετε ότι έχετε την ασθένεια, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα είναι αρνητικό.
Αναπτύσσονται επίσης αιματολογικές εξετάσεις αντισωμάτων, οι οποίες θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να διαπιστώσουμε ποιος είχε προηγουμένως νοσήσει και, ως εκ τούτου, θεωρείται ότι παρουσιάζει ανοσία. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει στην επικαιροποίηση αποφάσεων σχετικά με την άρση των lockdowns, ώστε να επιτρέπεται σε ανθρώπους να επιστρέφουν στη δουλειά τους με ασφάλεια.
Πριν όμως κυκλοφορήσουν, θα πρέπει να γνωρίζουμε πόσο ακριβείς είναι. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι το τεστ αντισωμάτων δεν διαβεβαιώνει ψευδώς τους ανθρώπους ως ανοσοποιημένους, καθώς αυτό θα μπορούσε να επιδεινώσει την εξάπλωση της λοίμωξης. Προς το παρόν δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες για τις εξετάσεις αυτές, ώστε να μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις. Τα πολύ περιορισμένα διαθέσιμα δεδομένα υποδηλώνουν ότι έχουν λιγότερα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα από τα τεστ επιχρίσματος, αλλά περισσότερα ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πιθανότητα να διαγνωστεί κανείς θετικά χωρίς να είναι άνοσος, καθιστώντας τις εξετάσεις τελικά πιθανώς όχι τόσο χρήσιμες όσο προσδοκάται.
Το βασικό μήνυμα είναι ότι τα τεστ είναι σημαντικά στην κατανόηση και στον έλεγχο εξάπλωσης του κορωναϊού - έχουν ωστόσο περιορισμούς όταν χρησιμοποιούνται στην καθοδήγηση λήψης αποφάσεων. Εάν έχει κανείς έντονα συμπτώματα COVID-19, θα πρέπει να υποθέσει ότι το έχει, ακόμη και αν το αποτέλεσμα των εξετάσεών του είναι αρνητικό.
Πηγή: The Conversation